- αμαθήτευτος
- -η, -ο [μαθητεύω]1. αυτός που δεν μαθήτευσε κάπου, ο αδίδακτος2. που δεν μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε«μυστικό αμαθήτευτο».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαθήτευτος — η, ο αυτός που δε μαθήτεψε, δε διδάχτηκε: Το παιδί ως τα τώρα ήταν αμαθήτευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)